αγγελιαφόρος

αγγελιαφόρος
Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες εποχές ευρύτατη. Σήμερα, χάρη στην τεχνολογική ανάπτυξη, η ύπαρξη του τηλεφώνου και της ασύρματης τηλεπικοινωνίας, του διαδικτύου κλπ., έχει κάνει τη χρησιμοποίηση α. περιττή, εκτός από ειδικές περιπτώσεις (όταν π.χ. υπάρχει κίνδυνος υποκλοπής μυστικού μηνύματος ή βλάβη στις χρησιμοποιούμενες συσκευές). Εκτός από τους ανθρώπους, με χρέη α. επιφορτίζονται και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά ή περιστέρια.
* * *
ο (Α ἀγγελιαφόρος) (Ν και αγγελιοφόρος)
αυτός που μεταφέρει, που διαβιβάζει αγγελία
αρχ.
εισηγητής ακροάσεων τού Πέρση βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελία + -φόρος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγγελιαφόρος — ἀγγελιᾱφόρος , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιηφόρον — ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιηφόρος — ἀγγελιαφόρος messenger masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιηφόρους — ἀγγελιαφόρος messenger masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • αγγελιαφορώ — ἀγγελιαφορῶ έω (Μ) [ἀγγελιαφόρος] είμαι αγγελιαφόρος, μεταφέρω μηνύματα …   Dictionary of Greek

  • αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… …   Dictionary of Greek

  • διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …   Dictionary of Greek

  • νεκράγγελος — νεκράγγελος, ον (Α) αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»] …   Dictionary of Greek

  • άγγαρος ή αγγαρήιος — (από την περσ. λέξη άγκαρ = αγγελιαφόρος, γραμματοφόρος). Στην Περσία ονομαζόταν έτσι o έφιππος ταχυδρόμος των βασιλικών παραγγελιών. Το όνομα αυτό είχε και o «εκ διαδοχής αγγελιαφόρος», που ήταν ταχυδρόμος με άλογο του δημοσίου που το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”